- δίκτυν
- τοβλ. δίχτυ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δίκτυν — Δίκτυς masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκτυν — δίκτυς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek